Ευαγγέλιο Κυριακής 4 Ιουνίου 2017
Της Πεντηκοστής (Ιω. 7.37-52). «Και τούτο το είπε, [μιλώντας] για το Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε αυτόν·».
Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Τη δε τελευταία μεγάλη ημέρα της εορτής στάθηκε ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: «Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμένα και ας πιει. Όποιος πιστεύει σε εμένα, όπως είπε η Γραφή, “ποταμοί ύδατος ζώντος θα αναβλύσουν από μέσα του [από την καρδιά του]”». Και τούτο το είπε, [μιλώντας] για το Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε αυτόν· διότι μέχρι τότε δεν είχε δοθεί το Πνεύμα το Άγιο [η Χάρη του], επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί [ολοκληρώνοντας το έργο του για τη σωτηρία των ανθρώπων]. Πολλοί λοιπόν από τον όχλο, όταν άκουσαν τον λόγο αυτόν, έλεγαν: «Αυτός αληθινά είναι ο προφήτης». Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Χριστός». Άλλοι έλεγαν: «Αλλά, θα προέλθει ο Χριστός στ’ αλήθεια από τη Γαλιλαία; Δεν είπε άραγε η Γραφή, ότι από τους απογόνους του Δαβίδ και από τη Βηθλεέμ, το χωριό, όπου ήταν ο Δαβίδ, [ότι από εκεί] θα προέλθει ο Χριστός;». Και μεγάλη διχογνωμία επικράτησε στον όχλο εξαιτίας του. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς ήθελαν να τον συλλάβουν, αλλά κανείς δεν άπλωνε τα χέρια του επάνω του [για να τον συλλάβει]. Προσήλθαν λοιπόν οι υπηρέτες [πάλι] προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους και τους είπαν [οι Φαρισαίοι]: «Γιατί δεν τον φέρατε εδώ;». Αποκρίθηκαν όμως οι υπηρέτες: «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν κήρυξε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος». Τους απάντησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως και εσείς πλανηθήκατε; Μήπως [άραγε] κάποιος από τους άρχοντες [των Ιουδαίων] πίστεψε σε αυτόν ή [κάποιος] από τους Φαρισαίους; Αλλά ο όχλος αυτός [πίστεψε], ο οποίος δεν γνωρίζει τον νόμο [και γι’ αυτό] είναι καταραμένοι!». Λέει ο Νικόδημος προς αυτούς, [ο ίδιος,] ο οποίος είχε προσέλθει τη νύκτα προς αυτόν [τον Ιησού], και ο οποίος ήταν ένας από αυτούς: «Άραγε, ο νόμος μας καταδικάζει έναν άνθρωπο, χωρίς να ακούσει [ο δικαστής] πρώτα από αυτόν [την απολογία του] και [χωρίς πρώτα να μάθει] τι είναι αυτό που πράττει [και τον καθιστά αξιοκατάκριτο];». Του απάντησαν: «Μήπως και εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες, ότι προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει [ποτέ μέχρι σήμερα] προέλθει».
© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr (2017)